- ἐπιμελητῶν
- ἐπιμελητήςone who has charge ofmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ELEUSINIA — Inter omnia Graecorum sacra, tanta semper fuit Eleusiniorum religio, ut commune mysteriorum nomen illis veluti proprium ab Auctoribus tribuatur, ideoqueve de iis paulo fusius agendum. Eleusinia vero sic dicta sunt, ab Eleusi Atticae opp. cuius… … Hofmann J. Lexicon universale
ακροαματική διαδικασία — Νομικός όρος που κατά τις σύγχρονες δημοκρατικές αντιλήψεις, τείνει να πάρει τη θέση του όρου δίκη. Σημαίνει τη διερεύνηση μιας δικαστικής υπόθεσης, κυρίως ποινικής, από το αρμόδιο δικαστήριο, μπροστά στο κοινό, που ονομάζεται ακροατήριο (βλ. λ.) … Dictionary of Greek